μωρουδίστικος

μωρουδίστικος
-η, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε μωρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μωρουδίστικα
α) τα μωρουδιακά
β) τα μωρουδίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρούδι + υποκορ. κατάλ. -ίστικος (πρβλ. κουκλ-ίστικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”